- μωρουδίζω
- [μωρούδι]συμπεριφέρομαι σαν να είμαι μωρό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μωρουδίζω — βλ. πίν. 33 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μωρουδίσματα — τα [μωρουδίζω] λόγια ή πράξεις που ταιριάζουν σε μωρά … Dictionary of Greek